Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλλικό κλειδί < γαλλικό + κλειδί

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

γαλλικό κλειδί ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία