Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλίττω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

βλίττω

  1. αποκόπτω την κηρήθρα των μελισσών, τρυγώ το μέλι
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτεία, 8.564e
    Χρηματιζομένων που πάντων, οἱ κοσμιώτατοι φύσει ὡς τὸ πολὺ πλουσιώτατοι γίγνονται. Εἰκός. Πλεῖστον δὴ οἶμαι τοῖς κηφῆσι μέλι καὶ εὐπορώτατον ἐντεῦθεν βλίττει. Πῶς γὰρ ἄν, ἔφη, παρά γε τῶν σμικρὰ ἐχόντων τις βλίσειεν; Πλούσιοι δὴ οἶμαι οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται κηφήνων βοτάνη. Σχεδόν τι, ἔφη.
    Επειδή σ᾽ αυτή την πολιτεία όλοι εργάζονται για να πλουτίσουν, οι από τη φύση τους φρονιμότεροι γίνονται πλουσιότατοι. Φυσικά. Και απ᾽ αυτούς, νομίζω, είναι που τραβούν το πιο πολύ και πιο εύκολο μέλι οι κηφήνες. Τί να τραβήξουν βέβαια από κείνους που δεν έχουν τίποτα; Αυτοί, θαρρώ, οι πλούσιοι είναι που τους λένε: το βοτάνι των κηφήνων. Απάνω κάτω.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
  2. (μεταφορικά) κλέβω το μέλι από το λαό, πιέζω το λαό
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Ἀριστοφάνης, Ἱππεῖς, 792-794
    καὶ πῶς σὺ φιλεῖς, ὃς τοῦτον ὁρῶν οἰκοῦντ' ἐν ταῖς φιδάκναισι | καὶ γυπαρίοις καὶ πυργιδίοις ἔτος ὄγδοον οὐκ ἐλεαίρεις, | ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις;
    Τί αγάπη τέλος πάντων είν᾽ αυτή, που τον βλέπεις εδώ κι εφτά χρόνια να ᾽χει κατοικία τα πιθάρια, τις κορακοφωλιές, τις κούφιες μεριές του κάστρου και δεν τον σπλαχνίζεσαι αλλά τον κρατάς στριμωγμένο και τον ξεζουμίζεις;
    Μετάφραση (2005), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, @greek-language.gr



Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία