βιγλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβιγλίζω
- παρατηρώ, εξερευνώ με το βλέμμα
- ※ Απ' τ' ανατολικά, από τη σειρά των λόφων, το άστρο της αυγής ζυγιζόταν στην ξερή γη της Αναβύσσου σα γεράκι που βιγλίζει το θύμα του. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: ξανοίγω[1] (ιδιωματικό)
- φρουρώ, είμαι φρουρός, σκοπός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βίγλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βιγλίζω | βίγλιζα | θα βιγλίζω | να βιγλίζω | βιγλίζοντας | |
β' ενικ. | βιγλίζεις | βίγλιζες | θα βιγλίζεις | να βιγλίζεις | βίγλιζε | |
γ' ενικ. | βιγλίζει | βίγλιζε | θα βιγλίζει | να βιγλίζει | ||
α' πληθ. | βιγλίζουμε | βιγλίζαμε | θα βιγλίζουμε | να βιγλίζουμε | ||
β' πληθ. | βιγλίζετε | βιγλίζατε | θα βιγλίζετε | να βιγλίζετε | βιγλίζετε | |
γ' πληθ. | βιγλίζουν(ε) | βίγλιζαν βιγλίζαν(ε) |
θα βιγλίζουν(ε) | να βιγλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βίγλισα | θα βιγλίσω | να βιγλίσω | βιγλίσει | ||
β' ενικ. | βίγλισες | θα βιγλίσεις | να βιγλίσεις | βίγλισε | ||
γ' ενικ. | βίγλισε | θα βιγλίσει | να βιγλίσει | |||
α' πληθ. | βιγλίσαμε | θα βιγλίσουμε | να βιγλίσουμε | |||
β' πληθ. | βιγλίσατε | θα βιγλίσετε | να βιγλίσετε | βιγλίστε | ||
γ' πληθ. | βίγλισαν βιγλίσαν(ε) |
θα βιγλίσουν(ε) | να βιγλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βιγλίσει | είχα βιγλίσει | θα έχω βιγλίσει | να έχω βιγλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βιγλίσει | είχες βιγλίσει | θα έχεις βιγλίσει | να έχεις βιγλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βιγλίσει | είχε βιγλίσει | θα έχει βιγλίσει | να έχει βιγλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βιγλίσει | είχαμε βιγλίσει | θα έχουμε βιγλίσει | να έχουμε βιγλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βιγλίσει | είχατε βιγλίσει | θα έχετε βιγλίσει | να έχετε βιγλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βιγλίσει | είχαν βιγλίσει | θα έχουν βιγλίσει | να έχουν βιγλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιγλίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 13. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-07-28.