Ετυμολογία

επεξεργασία
βιγλίζω < βίγλα + -ίζω

βιγλίζω

  1. παρατηρώ, εξερευνώ με το βλέμμα
    ※  Απ' τ' ανατολικά, από τη σειρά των λόφων, το άστρο της αυγής ζυγιζόταν στην ξερή γη της Αναβύσσου σα γεράκι που βιγλίζει το θύμα του. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: ξανοίγω[1] (ιδιωματικό)
  2. φρουρώ, είμαι φρουρός, σκοπός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 13. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-07-28.