βγαίνω απ' το καβούκι μου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβγαίνω απ' το καβούκι μου
- αρχίζω να δραστηριοποιούμαι στο κοινωνικό περιβάλλον μετά από περίοδο απομόνωσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βγαίνω απ' το καβούκι μου