αυτονομάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτονομάζομαι < αυτο- + ονομάζομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτονομάζομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αυτοονομαζόμενος / αυτονομαζόμενος
- αυτοονομασμένος / αυτονομασμένος
- → δείτε τις λέξεις αυτός, ονομάζω και όνομα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτονομάζομαι | αυτονομαζόμουν(α) | θα αυτονομάζομαι | να αυτονομάζομαι | ||
β' ενικ. | αυτονομάζεσαι | αυτονομαζόσουν(α) | θα αυτονομάζεσαι | να αυτονομάζεσαι | (αυτονομάζου) | |
γ' ενικ. | αυτονομάζεται | αυτονομαζόταν(ε) | θα αυτονομάζεται | να αυτονομάζεται | ||
α' πληθ. | αυτονομαζόμαστε | αυτονομαζόμαστε αυτονομαζόμασταν |
θα αυτονομαζόμαστε | να αυτονομαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτονομάζεστε | αυτονομαζόσαστε αυτονομαζόσασταν |
θα αυτονομάζεστε | να αυτονομάζεστε | (αυτονομάζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτονομάζονται | αυτονομάζονταν αυτονομαζόντουσαν |
θα αυτονομάζονται | να αυτονομάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτονομάστηκα | θα αυτονομαστώ | να αυτονομαστώ | αυτονομαστεί | ||
β' ενικ. | αυτονομάστηκες | θα αυτονομαστείς | να αυτονομαστείς | αυτονομάσου | ||
γ' ενικ. | αυτονομάστηκε | θα αυτονομαστεί | να αυτονομαστεί | |||
α' πληθ. | αυτονομαστήκαμε | θα αυτονομαστούμε | να αυτονομαστούμε | |||
β' πληθ. | αυτονομαστήκατε | θα αυτονομαστείτε | να αυτονομαστείτε | αυτονομαστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτονομάστηκαν αυτονομαστήκαν(ε) |
θα αυτονομαστούν(ε) | να αυτονομαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτονομαστεί | είχα αυτονομαστεί | θα έχω αυτονομαστεί | να έχω αυτονομαστεί | αυτονομασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτονομαστεί | είχες αυτονομαστεί | θα έχεις αυτονομαστεί | να έχεις αυτονομαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτονομαστεί | είχε αυτονομαστεί | θα έχει αυτονομαστεί | να έχει αυτονομαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτονομαστεί | είχαμε αυτονομαστεί | θα έχουμε αυτονομαστεί | να έχουμε αυτονομαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτονομαστεί | είχατε αυτονομαστεί | θα έχετε αυτονομαστεί | να έχετε αυτονομαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτονομαστεί | είχαν αυτονομαστεί | θα έχουν αυτονομαστεί | να έχουν αυτονομαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτονομάζομαι
|