Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαποκαλούμαι < δίνω μόνος μου ένα όνομα/χαρακτηριστικό στον εαυτό μου χωρίς απαραίτητα να μου ανήκει/με χαρακτηρίζει

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοαποκαλούμαι

  • απονέμω στον εαυτό μου κάποιο αξίωμα, χωρίς να έχω την έγκριση άλλων αρμοδίων ατόμων


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία