Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.ka.taɾˈɣu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κα‐ταρ‐γού‐μαι
ομόηχο: αυτοκαταργούμε

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοκαταργούμαι, π.αόρ.: αυτοκαταργήθηκα, μτχ.π.π.: αυτοκαταργημένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία