ασύγχρονα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασύγχρονα < ασύγχρονος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαασύγχρονα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασύγχρονα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαασύγχρονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασύγχρονος