Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτινάζω < αρχαία ελληνική ἀποτινάσσω < ἀπό + τινάσσω

αποτινάζω, παθ. φωνή: αποτινάζομαι, παθ. μτχ.: αποτιναγμένος

  1. άλλη μορφή του αποτινάσσω
  2. (σπάνιο) (προφορικό) ολοκληρώνω το τίναγμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία