Δείτε επίσης: ἀποτινάσσω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτινάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτινάσσω < ἀπό + τινάσσω

αποτινάσσω (παθητική φωνή: αποτινάσσομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία