αποτιμήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποτιμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτιμώ
- θα αποτιμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτιμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποτιμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποτίμηση