Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποποινικοποιώ < απο- + ποινικοποιώ < ποινικός + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

αποποινικοποιώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία