αποπερατώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποπερατώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπερατώνω
- θα αποπερατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπερατώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αποπερατώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποπεράτωση