Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποπερατώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπερατώνω
  2. θα αποπερατώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπερατώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποπερατώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποπεράτωση