απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
απειθαρχήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
απειθαρχώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
απειθαρχώ
|
απειθαρχείς
|
απειθαρχεί
|
απειθαρχούμε
|
απειθαρχείτε
|
απειθαρχούν
|
παρατατικός
|
απειθαρχούσα
|
απειθαρχούσες
|
απειθαρχούσε
|
απειθαρχούσαμε
|
απειθαρχούσατε
|
απειθαρχούσαν
|
αόριστος
|
απειθάρχησα
|
απειθάρχησες
|
απειθάρχησε
|
απειθαρχήσαμε
|
απειθαρχήσατε
|
απειθάρχησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα απειθαρχώ
|
θα απειθαρχείς
|
θα απειθαρχεί
|
θα απειθαρχούμε
|
θα απειθαρχείτε
|
θα απειθαρχούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα απειθαρχήσω
|
θα απειθαρχήσεις
|
θα απειθαρχήσει
|
θα απειθαρχήσουμε
|
θα απειθαρχήσετε
|
θα απειθαρχήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω απειθαρχήσει
|
έχεις απειθαρχήσει
|
έχει απειθαρχήσει
|
έχουμε απειθαρχήσει
|
έχετε απειθαρχήσει
|
έχουν απειθαρχήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα απειθαρχήσει
|
είχες απειθαρχήσει
|
είχε απειθαρχήσει
|
είχαμε απειθαρχήσει
|
είχατε απειθαρχήσει
|
είχαν απειθαρχήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω απειθαρχήσει
|
θα έχεις απειθαρχήσει
|
θα έχει απειθαρχήσει
|
θα έχουμε απειθαρχήσει
|
θα έχετε απειθαρχήσει
|
θα έχουν απειθαρχήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να απειθαρχώ
|
να απειθαρχείς
|
να απειθαρχεί
|
να απειθαρχούμε
|
να απειθαρχείτε
|
να απειθαρχούν
|
αόριστος
|
να απειθαρχήσω
|
να απειθαρχήσεις
|
να απειθαρχήσει
|
να απειθαρχήσουμε
|
να απειθαρχήσετε
|
να απειθαρχήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω απειθαρχήσει
|
να έχεις απειθαρχήσει
|
να έχει απειθαρχήσει
|
να έχουμε απειθαρχήσει
|
να έχετε απειθαρχήσει
|
να έχουν απειθαρχήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
απειθάρχει
|
|
|
απειθαρχείτε
|
|
αόριστος
|
|
απειθάρχησε
|
|
|
απειθαρχήστε
|
|
|