απαριθμήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπαριθμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαριθμώ
- θα απαριθμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαριθμώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπαριθμήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απαρίθμηση