Δείτε επίσης: ἀπανθίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απανθίζω < αρχαία ελληνική ἀπανθίζω

  Ρήμα επεξεργασία

απανθίζω

  1. σταματώ να ανθοφορώ, να βγάζω λουλούδια
  2. (μεταφορικά) συλλέγω, κάνω ένα απάνθισμα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία