Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

απαγορευτικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απαγορευτικό ουδέτερο

  1. διαταγή που απαγορεύει λόγω κακών ή άλλων συνθηκών τον απόπλου πλοίων
    Απαγορευτικό απόπλου για ανατολικό Αιγαίο και Κυκλάδες (*)
  2. διαταγή που απαγορεύει την κυκλοφορία οχημάτων
    «Απαγορευτικό» της Τροχαίας στα φορτηγά (*)