αξάμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική akşam (βράδυ) + -ι < περσική آقشام٬ اقسام (ậqsẖạm ạqsạm)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααξάμι ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξάμι
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014