ανόρεκτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανόρεκτα < ανόρεκτ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈno.ɾe.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νό‐ρε‐κτος
Επίρρημα
επεξεργασίαανόρεκτα
- (παρωχημένο) παλιότερη μορφή του ανόρεχτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανόρεκτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανόρεκτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ανόρεκτο) του ανόρεκτος
- άλλες μορφές: ανόρεχτα
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με ανορεκτ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)