αντιχαιρετίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.çe.ɾeˈti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίααντιχαιρετίζω
- ανταποδίδω χαιρετισμό
- ο υποψήφιος αντιχαιρέτισε με εγκαρδιότητα το πλήθος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιχαιρετίζω | αντιχαιρέτιζα | θα αντιχαιρετίζω | να αντιχαιρετίζω | αντιχαιρετίζοντας | |
β' ενικ. | αντιχαιρετίζεις | αντιχαιρέτιζες | θα αντιχαιρετίζεις | να αντιχαιρετίζεις | αντιχαιρέτιζε | |
γ' ενικ. | αντιχαιρετίζει | αντιχαιρέτιζε | θα αντιχαιρετίζει | να αντιχαιρετίζει | ||
α' πληθ. | αντιχαιρετίζουμε | αντιχαιρετίζαμε | θα αντιχαιρετίζουμε | να αντιχαιρετίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιχαιρετίζετε | αντιχαιρετίζατε | θα αντιχαιρετίζετε | να αντιχαιρετίζετε | αντιχαιρετίζετε | |
γ' πληθ. | αντιχαιρετίζουν(ε) | αντιχαιρέτιζαν αντιχαιρετίζαν(ε) |
θα αντιχαιρετίζουν(ε) | να αντιχαιρετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιχαιρέτισα | θα αντιχαιρετίσω | να αντιχαιρετίσω | αντιχαιρετίσει | ||
β' ενικ. | αντιχαιρέτισες | θα αντιχαιρετίσεις | να αντιχαιρετίσεις | αντιχαιρέτισε | ||
γ' ενικ. | αντιχαιρέτισε | θα αντιχαιρετίσει | να αντιχαιρετίσει | |||
α' πληθ. | αντιχαιρετίσαμε | θα αντιχαιρετίσουμε | να αντιχαιρετίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιχαιρετίσατε | θα αντιχαιρετίσετε | να αντιχαιρετίσετε | αντιχαιρετίστε | ||
γ' πληθ. | αντιχαιρέτισαν αντιχαιρετίσαν(ε) |
θα αντιχαιρετίσουν(ε) | να αντιχαιρετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιχαιρετίσει | είχα αντιχαιρετίσει | θα έχω αντιχαιρετίσει | να έχω αντιχαιρετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιχαιρετίσει | είχες αντιχαιρετίσει | θα έχεις αντιχαιρετίσει | να έχεις αντιχαιρετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιχαιρετίσει | είχε αντιχαιρετίσει | θα έχει αντιχαιρετίσει | να έχει αντιχαιρετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιχαιρετίσει | είχαμε αντιχαιρετίσει | θα έχουμε αντιχαιρετίσει | να έχουμε αντιχαιρετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιχαιρετίσει | είχατε αντιχαιρετίσει | θα έχετε αντιχαιρετίσει | να έχετε αντιχαιρετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιχαιρετίσει | είχαν αντιχαιρετίσει | θα έχουν αντιχαιρετίσει | να έχουν αντιχαιρετίσει |
|