Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιχαιρετίζω < αντι- + χαιρετίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.çe.ɾeˈti.zo/

αντιχαιρετίζω

ο υποψήφιος αντιχαιρέτισε με εγκαρδιότητα το πλήθος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία