αντιχαιρετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιχαιρετώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιχαιρετάω - αντιχαιρετώ | αντιχαιρετούσα | θα αντιχαιρετάω - αντιχαιρετώ | να αντιχαιρετάω - αντιχαιρετώ | αντιχαιρετώντας | |
β' ενικ. | αντιχαιρετάς | αντιχαιρετούσες | θα αντιχαιρετάς | να αντιχαιρετάς | αντιχαιρέτα - αντιχαιρέταγε | |
γ' ενικ. | αντιχαιρετάει - αντιχαιρετά | αντιχαιρετούσε | θα αντιχαιρετάει - αντιχαιρετά | να αντιχαιρετάει - αντιχαιρετά | ||
α' πληθ. | αντιχαιρετάμε - αντιχαιρετούμε | αντιχαιρετούσαμε | θα αντιχαιρετάμε - αντιχαιρετούμε | να αντιχαιρετάμε - αντιχαιρετούμε | ||
β' πληθ. | αντιχαιρετάτε | αντιχαιρετούσατε | θα αντιχαιρετάτε | να αντιχαιρετάτε | αντιχαιρετάτε | |
γ' πληθ. | αντιχαιρετάν(ε) - αντιχαιρετούν(ε) | αντιχαιρετούσαν(ε) | θα αντιχαιρετάν(ε) - αντιχαιρετούν(ε) | να αντιχαιρετάν(ε) - αντιχαιρετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιχαιρέτησα | θα αντιχαιρετήσω | να αντιχαιρετήσω | αντιχαιρετήσει | ||
β' ενικ. | αντιχαιρέτησες | θα αντιχαιρετήσεις | να αντιχαιρετήσεις | αντιχαιρέτα - αντιχαιρέτησε | ||
γ' ενικ. | αντιχαιρέτησε | θα αντιχαιρετήσει | να αντιχαιρετήσει | |||
α' πληθ. | αντιχαιρετήσαμε | θα αντιχαιρετήσουμε | να αντιχαιρετήσουμε | |||
β' πληθ. | αντιχαιρετήσατε | θα αντιχαιρετήσετε | να αντιχαιρετήσετε | αντιχαιρετήστε | ||
γ' πληθ. | αντιχαιρέτησαν αντιχαιρετήσαν(ε) |
θα αντιχαιρετήσουν(ε) | να αντιχαιρετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιχαιρετήσει | είχα αντιχαιρετήσει | θα έχω αντιχαιρετήσει | να έχω αντιχαιρετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιχαιρετήσει | είχες αντιχαιρετήσει | θα έχεις αντιχαιρετήσει | να έχεις αντιχαιρετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιχαιρετήσει | είχε αντιχαιρετήσει | θα έχει αντιχαιρετήσει | να έχει αντιχαιρετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιχαιρετήσει | είχαμε αντιχαιρετήσει | θα έχουμε αντιχαιρετήσει | να έχουμε αντιχαιρετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιχαιρετήσει | είχατε αντιχαιρετήσει | θα έχετε αντιχαιρετήσει | να έχετε αντιχαιρετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιχαιρετήσει | είχαν αντιχαιρετήσει | θα έχουν αντιχαιρετήσει | να έχουν αντιχαιρετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιχαιρετώ
|