αντιφεγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιφεγγίζω
- αντανακλώ το φως, αντικαθρεφτίζω
- ※ Κι οι φλόγες που αντιφέγγιζαν απάνω της έκαναν τα μάτια της ν' αστράφτουν σαν ατσάλι. (Τάκης Αδάμος Τα μάτια της μαχήτριας [διήγημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιφεγγίζω | αντιφέγγιζα | θα αντιφεγγίζω | να αντιφεγγίζω | αντιφεγγίζοντας | |
β' ενικ. | αντιφεγγίζεις | αντιφέγγιζες | θα αντιφεγγίζεις | να αντιφεγγίζεις | αντιφέγγιζε | |
γ' ενικ. | αντιφεγγίζει | αντιφέγγιζε | θα αντιφεγγίζει | να αντιφεγγίζει | ||
α' πληθ. | αντιφεγγίζουμε | αντιφεγγίζαμε | θα αντιφεγγίζουμε | να αντιφεγγίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιφεγγίζετε | αντιφεγγίζατε | θα αντιφεγγίζετε | να αντιφεγγίζετε | αντιφεγγίζετε | |
γ' πληθ. | αντιφεγγίζουν(ε) | αντιφέγγιζαν αντιφεγγίζαν(ε) |
θα αντιφεγγίζουν(ε) | να αντιφεγγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιφέγγισα | θα αντιφεγγίσω | να αντιφεγγίσω | αντιφεγγίσει | ||
β' ενικ. | αντιφέγγισες | θα αντιφεγγίσεις | να αντιφεγγίσεις | αντιφέγγισε | ||
γ' ενικ. | αντιφέγγισε | θα αντιφεγγίσει | να αντιφεγγίσει | |||
α' πληθ. | αντιφεγγίσαμε | θα αντιφεγγίσουμε | να αντιφεγγίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιφεγγίσατε | θα αντιφεγγίσετε | να αντιφεγγίσετε | αντιφεγγίστε | ||
γ' πληθ. | αντιφέγγισαν αντιφεγγίσαν(ε) |
θα αντιφεγγίσουν(ε) | να αντιφεγγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιφεγγίσει | είχα αντιφεγγίσει | θα έχω αντιφεγγίσει | να έχω αντιφεγγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιφεγγίσει | είχες αντιφεγγίσει | θα έχεις αντιφεγγίσει | να έχεις αντιφεγγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιφεγγίσει | είχε αντιφεγγίσει | θα έχει αντιφεγγίσει | να έχει αντιφεγγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιφεγγίσει | είχαμε αντιφεγγίσει | θα έχουμε αντιφεγγίσει | να έχουμε αντιφεγγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιφεγγίσει | είχατε αντιφεγγίσει | θα έχετε αντιφεγγίσει | να έχετε αντιφεγγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιφεγγίσει | είχαν αντιφεγγίσει | θα έχουν αντιφεγγίσει | να έχουν αντιφεγγίσει |
|