Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπερνώ < αντι- + περνώ

  Ρήμα επεξεργασία

αντιπερνώ

  1. περνώ απέναντι
  2. προσπερνώ (χωρίς να σταματήσω)
    ※  Μερικοί, που τους αντιπερνούσε μ' αλαφριά σπρωξίματα, τη βρίζανε. (Τάσος Αθανασιάδης (1975) Οι φρουροί της Αχαΐας [μυθιστόρημα])
  3. περνώ συχνά από κάποιο μέρος, ξαναπερνώ
  4. σεργιανίζω, περπατώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία