αντιπερνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιπερνώ
- περνώ απέναντι
- προσπερνώ (χωρίς να σταματήσω)
- ※ Μερικοί, που τους αντιπερνούσε μ' αλαφριά σπρωξίματα, τη βρίζανε. (Τάσος Αθανασιάδης (1975) Οι φρουροί της Αχαΐας [μυθιστόρημα])
- περνώ συχνά από κάποιο μέρος, ξαναπερνώ
- σεργιανίζω, περπατώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιπερνάω - αντιπερνώ | αντιπερνούσα | θα αντιπερνάω - αντιπερνώ | να αντιπερνάω - αντιπερνώ | αντιπερνώντας | |
β' ενικ. | αντιπερνάς | αντιπερνούσες | θα αντιπερνάς | να αντιπερνάς | αντιπέρνα - αντιπέρναγε | |
γ' ενικ. | αντιπερνάει - αντιπερνά | αντιπερνούσε | θα αντιπερνάει - αντιπερνά | να αντιπερνάει - αντιπερνά | ||
α' πληθ. | αντιπερνάμε - αντιπερνούμε | αντιπερνούσαμε | θα αντιπερνάμε - αντιπερνούμε | να αντιπερνάμε - αντιπερνούμε | ||
β' πληθ. | αντιπερνάτε | αντιπερνούσατε | θα αντιπερνάτε | να αντιπερνάτε | αντιπερνάτε | |
γ' πληθ. | αντιπερνάν(ε) - αντιπερνούν(ε) | αντιπερνούσαν(ε) | θα αντιπερνάν(ε) - αντιπερνούν(ε) | να αντιπερνάν(ε) - αντιπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιπέρασα | θα αντιπεράσω | να αντιπεράσω | αντιπεράσει | ||
β' ενικ. | αντιπέρασες | θα αντιπεράσεις | να αντιπεράσεις | αντιπέρνα - αντιπέρασε | ||
γ' ενικ. | αντιπέρασε | θα αντιπεράσει | να αντιπεράσει | |||
α' πληθ. | αντιπεράσαμε | θα αντιπεράσουμε | να αντιπεράσουμε | |||
β' πληθ. | αντιπεράσατε | θα αντιπεράσετε | να αντιπεράσετε | αντιπεράστε | ||
γ' πληθ. | αντιπέρασαν αντιπεράσαν(ε) |
θα αντιπεράσουν(ε) | να αντιπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιπεράσει | είχα αντιπεράσει | θα έχω αντιπεράσει | να έχω αντιπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιπεράσει | είχες αντιπεράσει | θα έχεις αντιπεράσει | να έχεις αντιπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιπεράσει | είχε αντιπεράσει | θα έχει αντιπεράσει | να έχει αντιπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιπεράσει | είχαμε αντιπεράσει | θα έχουμε αντιπεράσει | να έχουμε αντιπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιπεράσει | είχατε αντιπεράσει | θα έχετε αντιπεράσει | να έχετε αντιπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιπεράσει | είχαν αντιπεράσει | θα έχουν αντιπεράσει | να έχουν αντιπεράσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπερνώ
|