αντιμετριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιμετριέμαι < μεσαιωνική ελληνική ἀντιμετρῶ (αποζημιώνω, ξεπληρώνω, αμείβω, τιμωρώ, αντιμετωπίζω)
Ρήμα
επεξεργασίααντιμετριέμαι
- αναμετριέμαι με κάποιον ή μετράω τις δυνάμεις μου ενάντια σε κάτι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιμετριέμαι | αντιμετριόμουν(α) | θα αντιμετριέμαι | να αντιμετριέμαι | ||
β' ενικ. | αντιμετριέσαι | αντιμετριόσουν(α) | θα αντιμετριέσαι | να αντιμετριέσαι | ||
γ' ενικ. | αντιμετριέται | αντιμετριόταν(ε) | θα αντιμετριέται | να αντιμετριέται | ||
α' πληθ. | αντιμετριόμαστε | αντιμετριόμαστε αντιμετριόμασταν |
θα αντιμετριόμαστε | να αντιμετριόμαστε | ||
β' πληθ. | αντιμετριέστε | αντιμετριόσαστε αντιμετριόσασταν |
θα αντιμετριέστε | να αντιμετριέστε | αντιμετριέστε | |
γ' πληθ. | αντιμετριούνται | αντιμετριόνταν(ε) αντιμετριούνταν αντιμετριόντουσαν |
θα αντιμετριούνται | να αντιμετριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιμετρήθηκα | θα αντιμετρηθώ | να αντιμετρηθώ | αντιμετρηθεί | ||
β' ενικ. | αντιμετρήθηκες | θα αντιμετρηθείς | να αντιμετρηθείς | αντιμετρήσου | ||
γ' ενικ. | αντιμετρήθηκε | θα αντιμετρηθεί | να αντιμετρηθεί | |||
α' πληθ. | αντιμετρηθήκαμε | θα αντιμετρηθούμε | να αντιμετρηθούμε | |||
β' πληθ. | αντιμετρηθήκατε | θα αντιμετρηθείτε | να αντιμετρηθείτε | αντιμετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | αντιμετρήθηκαν αντιμετρηθήκαν(ε) |
θα αντιμετρηθούν(ε) | να αντιμετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντιμετρηθεί | είχα αντιμετρηθεί | θα έχω αντιμετρηθεί | να έχω αντιμετρηθεί | αντιμετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις αντιμετρηθεί | είχες αντιμετρηθεί | θα έχεις αντιμετρηθεί | να έχεις αντιμετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντιμετρηθεί | είχε αντιμετρηθεί | θα έχει αντιμετρηθεί | να έχει αντιμετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιμετρηθεί | είχαμε αντιμετρηθεί | θα έχουμε αντιμετρηθεί | να έχουμε αντιμετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντιμετρηθεί | είχατε αντιμετρηθεί | θα έχετε αντιμετρηθεί | να έχετε αντιμετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιμετρηθεί | είχαν αντιμετρηθεί | θα έχουν αντιμετρηθεί | να έχουν αντιμετρηθεί |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιμετριέμαι
|