Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμετριέμαι < μεσαιωνική ελληνική ἀντιμετρῶ (αποζημιώνω, ξεπληρώνω, αμείβω, τιμωρώ, αντιμετωπίζω)

αντιμετριέμαι

  • αναμετριέμαι με κάποιον ή μετράω τις δυνάμεις μου ενάντια σε κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία