Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιμετρῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀντιμετρέω-ἀντιμετρῶ < ἀντί + μετρέω- μετρῶ

ἀντιμετρῶ (παθητικό: ἀντιμετριοῦμαι)

  1. δίνω αποζημίωση για κάτι
  2. πληρώνω μια αμοιβή
  3. τιμωρώ
    κι εκείνον τον ενάντιον δικαίως αντιμέτρα

Συγγενικά

επεξεργασία