αντιληπτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αντιληπτικά < αντιληπτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
αντιληπτικά
- σχετικά με την αντίληψη την αντιληπτική ικανότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιληπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντιληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιληπτικό