ανταγαπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταγαπώ < (ελληνιστική κοινή) ἀνταγαπάω / ἀνταγαπῶ
Ρήμα
επεξεργασίαανταγαπώ (παθητική φωνή: ανταγαπώμαι & ανταγαπιέμαι)
- (λόγιο) ανταποδίδω την αγάπη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανταγαπάω - ανταγαπώ | ανταγαπούσα | θα ανταγαπάω - ανταγαπώ | να ανταγαπάω - ανταγαπώ | ανταγαπώντας | |
β' ενικ. | ανταγαπάς | ανταγαπούσες | θα ανταγαπάς | να ανταγαπάς | ανταγάπα - ανταγάπαγε | |
γ' ενικ. | ανταγαπάει - ανταγαπά | ανταγαπούσε | θα ανταγαπάει - ανταγαπά | να ανταγαπάει - ανταγαπά | ||
α' πληθ. | ανταγαπάμε - ανταγαπούμε | ανταγαπούσαμε | θα ανταγαπάμε - ανταγαπούμε | να ανταγαπάμε - ανταγαπούμε | ||
β' πληθ. | ανταγαπάτε | ανταγαπούσατε | θα ανταγαπάτε | να ανταγαπάτε | ανταγαπάτε | |
γ' πληθ. | ανταγαπάν(ε) - ανταγαπούν(ε) | ανταγαπούσαν(ε) | θα ανταγαπάν(ε) - ανταγαπούν(ε) | να ανταγαπάν(ε) - ανταγαπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανταγάπησα | θα ανταγαπήσω | να ανταγαπήσω | ανταγαπήσει | ||
β' ενικ. | ανταγάπησες | θα ανταγαπήσεις | να ανταγαπήσεις | ανταγάπα - ανταγάπησε | ||
γ' ενικ. | ανταγάπησε | θα ανταγαπήσει | να ανταγαπήσει | |||
α' πληθ. | ανταγαπήσαμε | θα ανταγαπήσουμε | να ανταγαπήσουμε | |||
β' πληθ. | ανταγαπήσατε | θα ανταγαπήσετε | να ανταγαπήσετε | ανταγαπήστε | ||
γ' πληθ. | ανταγάπησαν ανταγαπήσαν(ε) |
θα ανταγαπήσουν(ε) | να ανταγαπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανταγαπήσει | είχα ανταγαπήσει | θα έχω ανταγαπήσει | να έχω ανταγαπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανταγαπήσει | είχες ανταγαπήσει | θα έχεις ανταγαπήσει | να έχεις ανταγαπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανταγαπήσει | είχε ανταγαπήσει | θα έχει ανταγαπήσει | να έχει ανταγαπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανταγαπήσει | είχαμε ανταγαπήσει | θα έχουμε ανταγαπήσει | να έχουμε ανταγαπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανταγαπήσει | είχατε ανταγαπήσει | θα έχετε ανταγαπήσει | να έχετε ανταγαπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανταγαπήσει | είχαν ανταγαπήσει | θα έχουν ανταγαπήσει | να έχουν ανταγαπήσει |
|