Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωπιστικές σπουδές → δείτε τις λέξεις ανθρωπιστικός και σπουδή < απόδοση για την αγγλική humanities

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ανθρωπιστικές σπουδές θηλυκό στον ενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

αγγλικά:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «ανθρωπιστικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)