αναβοώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναβοάω[1] / ἀναβοῶ < βοάω / βοῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.voˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βο‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίααναβοώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναβοώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναβοώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας