αμαυρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αμαυρά < αμαυρός + -α < αρχαία ελληνική ἀμαυρός
Επίρρημα επεξεργασία
αμαυρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμαυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αμαυρό