Δείτε επίσης: ἀθλο-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αθλο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλο- / ἀθλ- < ἆθλο(ν) [1]

  Πρόθημα

επεξεργασία

αθλο- ή αθλ- όταν ακολουθεί φωνήεν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία