Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο.
Ας ελεγχθεί αν έχει μετοχή παθητικού παρακειμένου.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκαθώνω < αγκάθ(ι) + -ώνω [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈθo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκ‐θώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αγκαθώνω, αόρ.: αγκάθωσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. αγκυλώνω με αγκάθι
  2. (μεταφορικά) προσβάλλω, πληγώνω με λόγια
    μ' αγκάθωσαν τα λόγια του

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αγκάθι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία