έλξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαέλξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος έλκω
- θα έλξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος έλκω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαέλξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έλξη