Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική καλός -ή -ό -οί -ές -ά
γενική καλού -ής -ού -ών
αιτιατική καλό -ή -ό -ούς -ές -ά
κλητική καλέ -ή -ό -οί -ές -ά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Lou/καλός2, -ή, -ό

  • όχι κακός

Δείτε επίσης