Ετυμολογία

επεξεργασία
Χονδρόμαυρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χονδρόμαυρος, μορφολογικά, χονδρό- + μαύρο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χονδρόμαυρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία