Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χονδρόμαυρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χονδρόμαυρος, μορφολογικά, χονδρό- + μαύρο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χονδρόμαυρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία