Τσενγκτού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seŋgˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσενγκ‐τού
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤσενγκτού θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Τσενγκτού στη Βικιπαίδεια
Τσενγκτού θηλυκό άκλιτο