Στεφανί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Στεφανί < (άμεσο δάνειο) γαλλική Stéphanie
Μεταγραφή
επεξεργασία
Στεφανί θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Στεφανί Φραπάρ στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1983), Γαλλίδα διαιτήτρια ποδοσφαίρου