Στεφανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα 1 επεξεργασία
Στεφανή θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ※ Η δε Στεφανή, εις θείας νενυμφευμένης ει Χαρέντην, την παραθαλασσίαν, εις την επαρχίαν Εσνάνδην. (Εστία, τόμος 9, 1880, σελ. 394 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
Στεφανή
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Στεφανή < γενική ενικού του αρσενικού Στεφανής
Κύριο όνομα 2 επεξεργασία
Στεφανή θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Στεφανή θηλυκό