Δείτε επίσης: σκυλοπνίχτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκυλοπνίχτης < σκυλοπνίχτης < σκύλ(ος) + -ο- + πνίχτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκυλοπνίχτης αρσενικό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία