Σκυλοπνίχτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σκυλοπνίχτης < σκυλοπνίχτης < σκύλ(ος) + -ο- + πνίχτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣκυλοπνίχτης αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στα νησιά του Ιονίου και παράγει κόκκινο, αλλά και λευκό κρασί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σκυλοπνίχτης
|