Δείτε επίσης: ράμμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ράμμα < γενική ενικού του αρσενικού Ράμμας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ράμ‐μα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ράμμα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ράμμα αρσενικό