Μπερντίτσεφ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beɾˈdi.t͡sef/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπερ‐ντί‐τσεφ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπερντίτσεφ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπερντίτσεφ
Μπερντίτσεφ ουδέτερο άκλιτο