Μπέλεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπέλεση < γενική ενικού του αρσενικού Μπέλεσης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbe.le.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπέ‐λε‐ση
- ομόηχο: Μπέλεσι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπέλεση θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΜπέλεση αρσενικό