Κόψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κόψη < γενική ενικού του αρσενικού Κόψης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈko.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κό‐ψη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚόψη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚόψη αρσενικό