Κάρλαϊλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkaɾ.lail/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κάρ‐λαϊλ
Μεταγραφή επεξεργασία
Κάρλαϊλ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κάρλαϊλ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κάρλαϊλ
|