Δείτε επίσης: word

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ward wards

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ward (en)

  1. η πτέρυγα, το κτήριο, το διαμέρισμα ή η αίθουσα νοσοκομείου
    terminal ward - πτέρυγα ετοιμοθανάτων
    the COVID ward - η πτέρυγα COVID
  2. περιφέρεια πόλης, εκλογική περιφέρεια
    an election ward - εκλογική περιφέρεια
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη district

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία