Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
traiteur traiteurs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

traiteur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) εστιάτορας
  2. άτομο ή επιχείρηση που ετοιμάζει εδέσματα για το σπίτι (για γιορτή κ.α.)
  3. το κέτερινγκ

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη traiter