traiteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
traiteur | traiteurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
traiteur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) εστιάτορας
- άτομο ή επιχείρηση που ετοιμάζει εδέσματα για το σπίτι (για γιορτή κ.α.)
- το κέτερινγκ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη traiter