κέτερινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κέτερινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική catering
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέτερινγκ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη γραφή της προφοράς κέιτερινγκ (γαστρονομία) επιχείρηση παρασκευής και διάθεσης έτοιμων φαγητών
- άλλες γραφές: κέτεριγκ, κέιτεριγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κέτερινγκ
Πηγές
επεξεργασία- κέτερινγκ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κέτερινγκ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)