Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈcei̯.te.ɾiŋ/ κατά την αγγλική προφορά, ή /ˈcei̯.te.ɾiŋɡ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέιτερινγκ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέιτερινγκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

επεξεργασία