κέιτερινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κέιτερινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική catering
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈcei̯.te.ɾiŋ/ κατά την αγγλική προφορά, ή /ˈcei̯.te.ɾiŋɡ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέι‐τε‐ρινγκ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κέιτερινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) → δείτε τη συνηθισμένη γραφή κέτερινγκ
- άλλες γραφές: κέιτεριγκ, κέτερινγκ, κέτεριγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κέιτερινγκ
→ δείτε τη λέξη κέτερινγκ |
Πηγές
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κέτερινγκ