overcome
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | overcome |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overcomes |
αόριστος | overcame |
παθητική μετοχή | overcome |
ενεργητική μετοχή | overcoming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌoʊvəɹˈkʌm/ (ΗΠΑ)
Ρήμα επεξεργασία
overcome (en)