laborakcidento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laborakcidento | laborakcidentoj |
αιτιατική | laborakcidenton | laborakcidentojn |
laborakcidento (eo)
- το εργατικό ατύχημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laborakcidento | laborakcidentoj |
αιτιατική | laborakcidenton | laborakcidentojn |
laborakcidento (eo)